- συναπολογούμαι
- -έομαι, Α1. απολογούμαι από κοινού ή υπερασπίζω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον ή κάτι μαζί με κάτι άλλο («οἱ τούτῳ παριόντες... συναπολογήσονται», Δημοσθ.)2.φρ. «συναπολογοῡμαι τοῑς νόμοις» — υπερασπίζω τον εαυτό μου υπερασπίζοντας το κύρος τών νόμων.
Dictionary of Greek. 2013.